Wednesday 22 February 2012

Όταν το τέλος είναι κοντά...


Πρέπει κάποια στιγμή να καθήσω και να τα γράψω λίγο μαζεμένα και να τα πω μια κι έξω και να τελειώνουμε. Και ίσως έτσι να κλείσει αυτό το θέμα και να το ξεχάσω και γω και συ μαζί, και όλοι όσοι μας γνώρισαν, και να μην ξαναμιλήσει γι’ αυτό κανένας άλλος πια. Γιατί εμάς τέτοιο πράγμα δεν αξίζει να μας συμβεί, και δεν είναι το τέλος που περίμενα.

Σε γνώρισα όταν ήμουν δεκατεσσάρων –ψέματα, ούτε δεκατεσσάρων καλά καλά δεν ήμουν. Εγώ, που λες, εκείνο τον καιρό ούτε σεξουαλικές ανησυχίες είχα, ούτε είχα ερωτευτεί και ποτέ μου κανονικά κανονικά. Χέστηκα, κοινώς, για όλα αυτά, ζευγαράκια από τότε και μαλακίες, αυτός γουστάρει την τάδε, αυτή όμως γουστάρει τον δείνα. Στο δικό μου το κεφάλι είμασταν όλοι ακόμα παιδιά, ακούγαμε τη μουσική που όλοι ακουγαν, παίζαμε ποδόσφαιρο και πλακωνόμασταν και κάναμε βλακείες. Και ευτυχώς κάπως έτσι το ‘βλεπες και συ. Τι ευτυχώς, τρομάρα μου, ποτέ δεν έβαλες μυαλό εσύ γλυκό μου. Οι ατυχείς συγκυρίες μας οδήγησαν ταυτόχρονα και τους δύο να γνωριστούμε σ’ αυτήν την Κωλοαγγλία(με το κ κεφαλαίο και όχι το α). Και μου τη σβούρηξε εμένα και ερωτεύτηκα, όχι εσένα, εσένα δε σ’ έβλεπα, τον άλλο, τον Άγγλο, τον ωραίο. Και να, πως να το κάνουμε, από την μία Άγγλος, από την άλλη μεγάλος(όχι πολύ,μη φανταστείς), και στην τελική και καθηγητής. Σιγά, λεπτομέρειες. Πάντα με κορόιδευες γι’αυτό, ποτέ δεν κατάλαβα γιατί. Ήταν ο πρώτος μεγάλος και κανονικός μου έρωτας και ήταν ιδιαίτερα ξεχωριστός και ίσως περισσότερο εντυπωσιακός από τον έρωτα μου για σένα αν θες να ξέρεις.

Εσύ που λες, όσο είμασταν εκεί, με έκανες παρέα και έκανες τα πάντα για να με ξεφτυλίσεις στα μάτια του Μεγάλου Έρωτα. Και χαζογελούσες και με πείραζες και ήσουν ο μόνος άνθρωπος που κατάφερε να με γαργαλήσει ποτέ. Και όταν μια μέρα ξύπνησα και κατάλαβα πως μάλλον σε είχα ερωτευτεί, όλες οι φίλες που είχαν ακούσει την ιστορία της Αγγλίας(με εμένα να λέω όλη την ιστορία μεν, να επικεντρώνομαι στον καθηγητή δε) αποφάσισαν πως αν το εξετάσουμε πιο προσεκτικά, μάλλον σου άρεσα και γω. Και μπορεί να μη σε είχα δει για πολλούς μήνες, αλλά σου μιλούσα και μου μιλούσες, και ήσουν πάντα απαίσιος και κακός μαζί μου, αλλά εμένα μου άρεσες και μου άρεσες ακριβώς έτσι όπως ήσουν. Δε σκέφτηκα ποτέ να σε αλλάξω, αν και πάω στοίχημα πως γι’αυτό με φοβόσουν. Και όταν στο είπα πως μου άρεσες για να είμαι εντάξει απέναντι σου, μου ‘δωσες μια τόσο απαίσια απάντηση. Πως και καλά είμαι μία από τις πολλές που σε γουστάρουν, και πως το ‘ξερες, λέει, πως μου άρεσες και δε σ’ένοιαζε. Βλακείες. Δεν ήξερες τίποτα, γιατί δεν ίσχυε τίποτα πριν στο πω. Τι ήθελες και μου πες τέτοια κούβεντα; Και όποιος με ήξερε και ήξερε για σένα έπρεπε να με σταματήσει από τότε. Δε βαρέθηκες ποτέ να είσαι τόσο μαλάκας, ε;

Φοβήθηκες μετά απ’ αυτό και ξέκοψες, ένας θεός ξέρει τι φοβήθηκες ακριβώς. Το ότι σε ήθελα και θα συνέχιζα να σε θέλω ό,τι και αν μου ‘λεγες ίσως. Ακριβως επειδή ποτέ δε θα ‘λεγες το σωστό πράγμα... Γύρισες βρε αθεόφοβο και μου πες με μεγαλοπρεπές ύφος πως «Θα μπορούσαμε να χαρακτήριστουμε φίλοι αφού γνωριζόμαστε εδώ και λίγο καιρό, αλλά...» και ποτέ μα ποτέ δεν τέλειωσες την προτασή σου. Αργότερα είπες πως σε πέτυχα στη φάση που συνειδητοποιούσες τι ήθελες και πως δεν ήσουν και πολύ στα καλά σου. Δε διαφωνώ. Προσπάθησες να με τρομάξεις, αλλά δε με τρόμαξες και το ξέρεις. Ποτέ δε θα καταφέρεις να με τρομάξεις αρκετά και να με κάνεις να φύγω επειδή το επέλεξες εσύ να φύγω. Και αν πάει τώρα να γίνει κάτι τέτοιο, θα γίνει γιατί εγώ το διάλεξα.

Έπειτα ξαναβρεθήκαμε κάποια στιγμή, και είπαμε να ξαναπροσπαθήσουμε να είμαστε φίλοι. Ακόμα μου άρεσες, ή για την ακρίβεια ξανάρχισες να μου αρέσεις. Είχε γίνει τόσο πολύ αυτό που ένιωθα για σένα μετά, ύστερα από τόσο κόπο να απομακρυνθώ από σένα. Μου είπες το Μεγάλο Μυστικό και με φόρτωσες με ένα ακόμη βάρος. Γιατί σε μένα; (Και πάλι αργότερα είπες πως το ‘κανες για να φύγω,να σε ξεπεράσω και να φύγω. Αλλά δεν έφυγα.) Σου είπα πράγματα που δε τα ‘χα πει σε κανέναν άλλο, δε θα μπορούσα δηλαδή ποτέ, νομίζεις αγάπησα κανέναν άλλον εγώ τόσο πολύ στη ζωή μου; Ό,τι και να μου ‘λεγες, εγώ σου ‘λεγα πως σ’αγαπούσα. Για τον Τ. που ήταν ωραίος μου ‘λεγες και πως δεν αντέχεις άλλο μακριά του και γω αντίστοιχα απαντούσα πως δεν αντέχω άλλο μακριά σου. Μου ‘λεγες για αποστάσεις και βλακείες, όταν εμείς, στην ίδια πόλη, τρία χρόνια δεν είχαμε καταφέρει να βρεθούμε ούτε μισή φορά. Και μετά ήρθε και ο Β. και ο Μ. και γω δεν ξέρω ποιος άλλος, και για όλους είπες πως σε πλήγωσαν αλλά εσύ εκεί. Και την ίδια στιγμή υπήρχε μια ψυχή που σε ήθελε σαν τρελή και που σ’αγαπούσε πιο πολύ κι απ’τον εαυτό της ακόμα, και συ δεν άκουγες καν.

Ξέρεις πόσο μικρή και μίζερη ήταν η ζωή μου τότε; Όλη κι όλη περιοριζόταν στην ελπίδα πως θα σε ξαναδώ από κοντά και στην αναμονή μέχρι εκείνη τη μοιραία στιγμή που θα σ’έβλεπα και δε θα μπορούσα να σε αγγίξω καν, γιατί δε θα ένιωθες τίποτα. Και γω απλά θα συνέχιζα να πονάω μέσα μου και συ δε θα ερχόσουν ποτέ να μου τραγουδήσεις μεταξύ σοβαρού και αστείου το You always hurt the ones you love. Δεν πειράζει, έλεγα, και μου το τραγουδούσα μόνη μου, ότι και καλά μου το ‘λεγες εσύ και δε το ‘ξερες. Έκανα κάτι τέτοια, τόσο πολύ σε ήθελα. Και δεύτερο πολυτραγουδημένο άσμα μου έγινε αυτό που έλεγε «And I know a man, and I think he’s beautiful, and I love him, although he doesn’t know, oh I wish that he was mine.» και γενικά έζησα το δράμα της ζωής μου με σένα μικρό μου τέρας. Και υποσχέθηκα και σε σένα και σε μένα μαζί πως δε θα σ’αφήσω ποτέ, πως θα είμαι πραγματική σου φίλη, πως θα αντέξω ό,τι και αν κάνεις, ό,τι και αν μου κάνεις. Η αγάπη σε κάνει να αντέχεις σωστά; Και όλοι να έχουν κολλήσει και να μου λένε πως αγαπάω τον λάθος άνθρωπο.

Δεν ζήλεψα ποτέ τα αγόρια σου, κανέναν από αυτούς. Ούτε το ότι σε φιλούσαν, ούτε το ότι σου μιλούσαν και τους άκουγες στα αλήθεια, ούτε το ότι μπορούσαν να σου πουν κάτι και να σε στενοχωρήσουν, να σε κάνουν να νοιαστείς λίγο. Τίποτα. Αν όμως τόλμαγες και έπιανες το χέρι ενός απο αυτούς, εκεί, μπροστά μου, θα λιποθύμαγα στ’ ορκίζομαι. Δε με πείραζε να κάνεις οτιδήποτε δεν περιείχε συναισθηματισμό από μέρους σου, όμως το χέρι σημαίνει πως νοιάζεσαι πραγματικά και είσαι ερωτευμένος και τέτοια, και όσο και αν το ‘θελα αυτό για σένα ως φίλη σου, δε θ’άντεχα να το δω. Σ’αγαπούσα τόσο γαμώτο μου. Τόσο πραγματικά πολύ. Πόσες φορές είναι τώρα που έχω προσπαθήσει να μη σε παίρνω τηλέφωνο για να σε ξεχάσω; Έχω κάνει το The last goodbye δεύτερη φύση μου προσπαθώντας να το πιστέψω, το ξέρεις; Που να το ξέρεις καλό μου, εσύ δεν ξέρεις τίποτα, και ό,τι ξέρεις δε το ‘πες ποτέ σε κανέναν.

Μου κάνεις κακό, συνέχισαν να επιμένουν φίλοι και γνωστοί, χωρίς να έχουν δει τίποτα στην ουσία. Που και να ‘ξεραν. Και ήρθες, που λες, τη μέρα που είχαμε βγει για να περάσουμε καλά, και τα κατέστρεψες όλα. Αύτο σου πήρε όλο κ όλο. Ένα μήνυμα με πέντε λέξεις. Είπαμε φίλη σου, είπαμε αντέχω, αλλά μη δοκιμάζεις να δεις αν πέφτει αυτό το πράγμα που είχαμε και το λέγαμε φιλία και κρατιόταν από μια κλωστή, σε παρακαλώ. Είναι κάποια όρια, που νόμιζα θα πρόσεχες να μην ξεπερνάς, αλλά για δες που έγινε κ αυτό. Ακόμα σε αγαπούσα ρε βλάκα, τι νόμιζες. Δεν περνάνε αυτά απ’ότι φαίνεται, ούτε από τη μία στιγμή στην άλλη, ούτε μετά από χρόνια προφανώς. Τουλάχιστον τώρα που δε μιλάμε και δε θα μιλήσουμε ποτέ,που θα σ’αγαπάω μόνη μου και δε θα στο λέω, τι διάολο, θα μου περάσει. Δε γίνεται να σ’αγαπάω επ’άπειρον, θα είναι ότι πιο άδοξο και τραγικά ειρωνικό έχει γίνει ποτέ. Και κάποια στιγμή σου εύχομαι να αγαπήσεις αληθινά και να με καταλάβεις, γιατί δεν είναι απλό το να αγαπάς, και πονάει, όμως νοιώθεις πολλά και ότι υπήρχε πριν σου φαίνεται μικρό και ασήμαντο.

Σ’αγαπάω.

Sunday 19 February 2012

Κάπου, κάποτε.


-Πάρε την τσάντα σου και πάμε έξω, είπε η Δ.
Πήρε η Μ. την τσάντα και το παλτό και πήγαν. Τα χέρια της Δ. έτρεμαν πάλι -πόσες φορές είπαμε το ‘παθε αυτή τη βδομάδα; Πάνω απο δύο σίγουρα, μετρώντας τις φορές που στενοχωρήθηκε. Καινούριο πράγμα αυτό, παλιά δε το πάθαινε.

Τις βρήκαν λίγο αργότερα λίγο έξω από το μαγαζί να καπνίζουν. Σοκαρίστηκαν! Άκουσε υπομονετικά όλα αυτά τα «Μα καλά, καπνίζεις;» και έπειτα όλα τα ωραία «Το τσιγάρο κάνει κακό», «Σου καταστρέφει τα πνευμόνια», «Σε σκοτώνει, και δε θέλω να πας από τσιγάρο» που είχε ήδη σκεφτεί από μόνη της, και που τα είχε ήδη πει κάτι χιλιάδες φορές σε όποιον τολμούσε έστω και να ακουμπήσει τσιγάρο, όντας φανατική αντικαπνίστρια. Δεν ήταν πως κάπνιζε σε μόνιμη βάση πλέον, και για να λέμε την αλήθεια, δεν καταλάβαινε τίποτα με το τσιγάρο. Ούτε την ενοχλούσε, ούτε της άρεσε. Το σκέφτηκε να κολλήσει για λίγο καιρό, έτσι για να νιώσει ανάγκη για κάτι -πόσο αυτοκαταστροφή πια;- αλλά τίποτα. Ήξερε να κατεβάζει καπνό, ήξερε ποια τσιγάρα της άρεσαν, μόνο να στρίβει δεν ήξερε. Αλλά και πάλι, ζήτημα να χε καπνίσει έξι-εφτά τσιγάρα στη ζωή της. Δεν ήταν πως το ‘κανε γιατί ήταν στενοχωρημένη, ούτε καν, απλά της ήρθε και το ‘κανε.

-Ναι αλλά και ο Τ. καπνίζει, θυμάστε;
-Ναι, αλλά αυτός πίνει και πέντε Red Bull την ημέρα, αυτός από άλλο θα πάει.

Ε λοιπόν και η Δ. από άλλο θα πάει. Το ‘πε και εκείνη την ώρα και το εννοούσε. Τα λέει γλυκανάλατα μεν, αλλά τα εννοεί. Και αλήθεια τώρα, όταν κοντεύεις να μην έχεις πια καρδιά, ποιος χέστηκε για τα πνευμόνια; Γιατί όσο πονάς και δέχεσαι να πονάς, την καταστρέφεις την καρδιά σου μεν, αλλά πονάς, αισθάνεσαι, ξέρεις πως είναι ακόμα εκεί, έχεις ακόμα δρόμο μπροστά σου. Και στο τέλος, όταν σου ρουφήξουν ό,τι καλό έχεις μέσα σου, όταν γίνεις πικρός και άδειος, όταν οι υπόλοιποι σε βλέπουν και νομίζουν πως τα έβγαλες πέρα και πως είσαι πιο δυνατός, εσύ έχεις μείνει απλά πικρός και αναίσθητος. Και θέλει πολύ περισσότερη προσπάθεια μετά να ξαναγίνεις αυτός που ήσουν, παρά να φτάσεις εκεί που έφτασες.

Και, παρενθετικά, να σας θυμήσω πως όσο ομόρφη και αν λέτε πως είναι η Δ., και ο μισός ανδρικός πληθυσμός να την ήθελε -που δε τη θέλει, αλλά λέμε τώρα- αν εκείνη ήθελε έναν από τον άλλο μισό ανδρικό πληθυσμό δε θα της έκανε καμία απολύτως διαφορά. Θα θυσίαζε και τον ίδιο της τον εαυτό για να έχει αυτόν τον ένα, έστω και για τόσο δα λίγο, κι ας έπεφταν οι άλλοι στα πατώματα για χάρη της. Σίγουρα μισεί τον εαυτό της γι’αυτό, αλλά ίσως τώρα που σταμάτησε να ερωτεύεται και υποσχέθηκε να τον ξεχάσει, να μην χρειαστεί να πεθάνει κανένα κομμάτι του εαυτού της για κανέναν άλλο πια. Της έχει μείνει και τίποτα, όμως;

Monday 13 February 2012

Problems: Greece and other stuff.

Every time I tried to think what to write in my next post, I always ended up writing something different. I guess I'll just start writing and see how it goes. It's just that, right now, things are weird in every fucking way.
The past few months have been full of surprises for Greece. Not nice ones, I may assure you. Now, when I'm asking mum the classic 'How are you', I almost always get that answer: 'Nobody's fine, didn't you hear the news?'
And that's not the answer I want to get. Our tv is turned on waiting for the big news. Every day is the big day, the day of the important decisions, and the day that it will be decided whether our country will go bankrupt or not. And it's more or less the same for the past few months. We don't know what's going to happen next. I'm not the kind of person that would protest on the street, but I'm not that excited about the latest decisions either. I just want to graduate and go to university. Thing is, we don't even know if Greece will be a thing till then. And if not, I'm not going to graduate. And if I'm not, I'm not going to study in England. Cause if I am going to graduate, I'm going to get those grades even if it's the second toughest thing I'll ever do in my life, and I'm going to England. Aaaah. Please, people, don't destroy my dreams.

On an almost unrelated note, life's been shit in general. The past two weeks have been incredibly difficult for no actual reason, but I think I went through one of the worst emotional breakdowns of the past few months. Even when I manage to calm down at last, there's always a little thing that will randomly pop up and destroy everything. Last week I wrote a 90% in Maths and I was all happy about it, came back home, mum was angry with my brother-i think- and so she yelled at me for absolutely no reason. It wasn't that important as a thing on it's own, but after a shit week and only a moment of happiness...well it ruined everything that day. Moving on from that I managed to calm down again and get through another week, plus to write a 90-95%(as I estimate) on Physics yesterday. You know, I get all happy when I'm doing well in tests and stuff, because I'm not always trying that hard, and I'm not doing proper revision, so it's like a real achievement. Sooo, a-certain-someone-you-know who got to inform me that no, he couldn't go out with me to the cinema, because he was meeting me in the afternoon. Not really though, because, honestly, I was studying at the time,and he just used me as a cover to meet with his boyfriend. I don't think I really care about people lying to their parents that they're going out with me and a friend of mine, because after all that's what friends are for, right? What I do care about, however, is that it's really fucked up not being able to find some time to fit me in their schedule in order to really see me in person every once in a while. If you want a friend as a cover, they have to at least keep in touch with me,you know? Like real friends do? You are fucked up, I'm fucked up, we're all fucking fucked up. Let's just be honest for this once, shall we? Why do you keep doing this to me? Why do I keep staying here doing nothing?
Someone asked me if I still love you. Or,well, they didn't exactly ask, they said more of a 'You still have true feelings for him..." without a question mark. But do I? Really? It's something way deeper than that, and way more different. I've always been confused whether I hated you or loved you. And I... I still am. To be honest though, there was only one person in the world that I wanted to see last night. And that definitely wasn't you.