Sunday 18 March 2012

Και άμα μου το πεις θα είναι ήδη αργά.


Ξέρω γω; Να μου πεις "σόρρυ ρε συ, δεν ήθελα να στενοχωρηθείς και να μαλώσουμε, θα σε βγάλω για μπύρα σε παγκάκι".
Μου είπε η Μ. αν του το πω αυτό θα παραδοθώ εντελώς, και είπα πως δεν καταλαβαίνω. Τι σημαίνει αλήθεια αυτό; Νομίζω κατάλαβα, αλλά και πάλι, έχω παραδοθεί-δοθεί ολοκληρωτικά θα έλεγα εγώ-εδώ και καιρό. Από την πρώτη στιγμή που σε ξαναείδα ίσως. Ήταν λίγο σαν μια σιωπηλή υπόσχεση ότι δεν είμαι μόνη μου και πως με χρειάζεσαι και συ, και όχι μόνο εγώ εσένα. Και να σου πω κάτι; Είσαι ο μόνος άνθρωπος που του χω δώσει το δικαίωμα να με επηρεάζει τόσο πολύ, και έγινε χωρίς σκέψη αλλά κατ' επιλογήν.
Σε ξέρω καθόλου άραγε; Θέλω να πιστεύω πως σε ξέρω, πως ξέρω όλα όσα δεν ξέρουν οι άλλοι, πως ξέρω ότι είσαι και συ άνθρωπος και έχεις συναισθήματα ενώ κανένας δε θα μπορούσε να το φανταστεί. Κι όμως, παίζει να μη σε ξέρω ούτε στο ελάχιστο. Δεν μου χεις πει τίποτα ουσιαστικό και σημαντικό κοιτάζοντάς με, ώστε να βλέπω πως το εννοείς και το αισθάνεσαι και δε με δουλεύεις. Γιατί πολύ απλά όταν είσαι μαζί μου από τη μία ξαφνικά "δε μιλάς πολύ όταν είσαι έξω¨ και από την άλλη θυμάσαι όλους τους άλλους σου φίλους σου στα τηλέφωνα. Παράπονο το 'χω.
Εσύ με ξέρεις; Υπό φυσιολογικές συνθήκες(αφήνω περιθώριο να ορίσεις μόνος σου την "φυσιολογικότητα" του πράγματος) θα 'πρεπε να με ξέρεις πιο καλά από οποιονδήποτε άλλο, δε σου χω κρύψει ποτέ τίποτα, μία σου λέξη φτάνει για να με κάνει από σκατά χαρούμενη, και άλλη μια και είμαι πάλι πίσω. Και είναι τραγικό αυτό, να το ξέρεις, και δε το κάνει κανένας άλλος αυτό. Σου λέω πες μου εντάξει κοριτσάκι, και γω θα κάνω μια να! και θα τα ξεχάσω όλα στ' ορκίζομαι. Και δε το θεωρώ αδυναμία μου το όλο θέμα, απλά κάτι που υπάρχει, και ισχύει, και σκοπεύει να μείνει, παρά τους όρκους και τις υποσχέσεις να μη σου μιλάω και να μη γράφω για 'σένα. Μα στο κάτω κάτω γράφω σε 'σένα, μόνο που δε στα στέλνω εγώ η ίδια ζητώντας σου να τα δεις και να με προσέξεις. Έχει κι ένα ρίσκο τουλάχιστον, ανά πάσα στιγμή μπορείς να τα δεις. Όμως, ποιον δουλεύω; Κάτι τέτοιο δεν πρόκειται να γίνει, γιατί και να μπεις θα βαριέσαι να το διαβάσεις. Καλά να πάθεις λοιπόν.
Δεν είμαι ερωτευμένη μαζί σου. Ούτε καν μου αρέσεις. Για να είμαι ειλικρινής, δε μπορώ πλέον να ξεχωρίσω αν μου άρεσες ποτέ εσύ ή η ιδέα σου. Όχι η ιδέα του ανέφικτου, απλά η ιδέα του Φ., και όπου Φ. ότι έχω συνδέσει με σένα. Να φανταστείς, προσπαθώ να φέρω στο κεφάλι μου την είκονα σου από την τελευταία φορά που σε είδα. Δε σε θυμάμαι. Σε θυμάμαι πολύ λιγο από τα γενέθλιά μου, τι ωραία βραδιά εκείνη(ναι, έγινε αυτόματα καλύτερη όταν ήρθες εσύ εκεί). Το μόνο που έχει ο εγκέφαλός μου καταχωρημένο στο Φ. αυτή τη στιγμή, είναι καναδυό παλιές φωτογραφίες σου από το φουμπου. Τόσο καιρό έχω να σε δω και τόσο ελάχιστα μ'αρέσεις. Είσαι ο φίλος μου, σε παρακαλώ μείνε ο φίλος μου, ακόμη και αν ποτέ δε σε είχα πραγματικά. Σε παρακαλώ.
Είμαι ρομαντικό τυπάκι απ'ότι φαίνεται γενικά. Ξες τώρα, μπυρίτσες, παγκάκι, τέτοια φάση, βολεύομαι. Μα γιατί να χρειάζεται κανείς οτιδήποτε άλλο, ειδικά όταν έχει μπροστά του ότι έχει θελήσει πιο πολύ στη ζωή του; Αλλά ακόμη κι αν με ρώτησες τι ήθελα να μου πεις, δε θα μου το πεις γιατί ήταν ρητορική ερώτηση. Και άμα μου το πεις θα είναι ήδη αργά.

Saturday 3 March 2012

Ο άνεμος κουβάρι.


Τήνος, καλοκαίρι 2008 ή 2009. Έχοντας εξαντλήσει κάθε άλλο ενδιαφέρον για εκείνη τη μέρα παίρνουμε στην τύχη ένα βιβλίο από τη βιβλιοθήκη του σαλονιού. Κοιτάω τίτλο, «Ο άνεμος κουβάρι», κοιτάω συγγραφέα, Διονύσης Χαριτόπουλος. Δεν μου λένε τίποτα, δεν έχω ιδέα ποιος είναι αυτός που το ‘γραψε.
Μια (κατά βάση) δημοσιογράφος και ένας συγγραφέας. Πρώτες σελίδες, και το βιβλίο είναι συγκλονιστικό.
Λίγο αργότερα φύγαμε, ξεχάσαμε το βιβλίο και τον τίτλο του, οπότε δεν είχα κανένα μα κανένα τρόπο να το αναζητήσω. Χρόνια αργότερα, στη δανειστική βιβλιοθήκη του σχολείου, πιάνω καταλάθως(ή κατά λάθος;) αυτό το βιβλίο αντί για το διπλανό του. Φρικάρω. Τρέχω και το δανείζομαι. Σπίτι, οι σελίδες φεύγουν η μία πίσω απ’την άλλη. Δεν είναι το θέμα η ανατροπή και η αγωνία. Απλά είναι τόσο ανέλπιστα όμορφο. Είναι γραμμένο με τόση πολλή αγάπη θεέ μου. Και η Λορίν τον αγαπάει τόσο πολύ και βασανιστικά τον άνδρα. Είναι τρομακτικό το πόσο την καταλάβαινα. Τα ‘λεγε όλα τόσο όμορφα στα γράμματα της, όπως θα τα ‘λεγα –ή και τα ‘χω πει- και γω. Να διαβάζεις κάθε πρόταση της και να λες, δε γίνεται, είναι δικό μου αυτό. Και τελειώνει το βιβλίο που λες, και έχω βουρκώσει δυο-τρεις φορές σύνολο, και νιώθω σαν να τους ξέρω. Και τη Λορίν και τον άνδρα. Τον άνδρα, που δεν υπάρχει ούτε μισή φορά το όνομα του στις σελίδες τούτου του βιβλίου. Εκείνη του χε πει πρώτη να το γράψει εξάλλου, και όταν τον ρώτησε «Λες πως μ’αγαπάς;» εκείνος απάντησε πως θα καταλαβαίνει όποιος το διαβάσει. Και φαίνεται πως την αγαπά. Και ήταν τελικά αυτός η τελευταία εικόνα της, και εκείνη έφυγε ευτυχισμένη.
Η μάνα μου είπε ήξερε τον συγγραφέα(ονομαστικά ντε) και πήγα και τη ρώτησα για τη ζωή του. Μου είπε πως ήταν παντρεμένος με τη Μαλβίνα Κάραλη, την οποία επίσης δεν ήξερα(τα άσχημα του να είσαι γεννημένος μέσα του ’90), και ό,τι ακολούθησε στην αφήγηση της, το ‘ξερα από πριν. Η ιστορία του βιβλίου ήταν όντως αληθινή. Και ο άνδρας και η Λορίν είναι(ήταν) πρόσωπα υπαρκτά, και αυτό που έχεις διαβάσει είναι τόσο δυνατό που σου φαίνεται τόσο εξωπραγματικό που σε συγκλονίζει. Και ψυχοπλακώθηκα, και έχω δυο βδομάδες τώρα με αυτή την ψύχωση για το βιβλίο.
Κάπου έλεγε χαρακτηριστικά πως ό,τι αξίζει στον άνθρωπο είναι να ζήσει έστω και μια φορά στη ζωή του μια ιστορία της προκοπής- ή κάτι τέτοιο τέλος πάντων. Και δώστου να στενοχωριέμαι και να απελπίζομαι.