Πρέπει κάποια στιγμή να καθήσω και να τα γράψω λίγο μαζεμένα και να τα πω μια κι έξω και να τελειώνουμε. Και ίσως έτσι να κλείσει αυτό το θέμα και να το ξεχάσω και γω και συ μαζί, και όλοι όσοι μας γνώρισαν, και να μην ξαναμιλήσει γι’ αυτό κανένας άλλος πια. Γιατί εμάς τέτοιο πράγμα δεν αξίζει να μας συμβεί, και δεν είναι το τέλος που περίμενα.
Σε γνώρισα όταν ήμουν δεκατεσσάρων –ψέματα, ούτε δεκατεσσάρων καλά καλά δεν ήμουν. Εγώ, που λες, εκείνο τον καιρό ούτε σεξουαλικές ανησυχίες είχα, ούτε είχα ερωτευτεί και ποτέ μου κανονικά κανονικά. Χέστηκα, κοινώς, για όλα αυτά, ζευγαράκια από τότε και μαλακίες, αυτός γουστάρει την τάδε, αυτή όμως γουστάρει τον δείνα. Στο δικό μου το κεφάλι είμασταν όλοι ακόμα παιδιά, ακούγαμε τη μουσική που όλοι ακουγαν, παίζαμε ποδόσφαιρο και πλακωνόμασταν και κάναμε βλακείες. Και ευτυχώς κάπως έτσι το ‘βλεπες και συ. Τι ευτυχώς, τρομάρα μου, ποτέ δεν έβαλες μυαλό εσύ γλυκό μου. Οι ατυχείς συγκυρίες μας οδήγησαν ταυτόχρονα και τους δύο να γνωριστούμε σ’ αυτήν την Κωλοαγγλία(με το κ κεφαλαίο και όχι το α). Και μου τη σβούρηξε εμένα και ερωτεύτηκα, όχι εσένα, εσένα δε σ’ έβλεπα, τον άλλο, τον Άγγλο, τον ωραίο. Και να, πως να το κάνουμε, από την μία Άγγλος, από την άλλη μεγάλος(όχι πολύ,μη φανταστείς), και στην τελική και καθηγητής. Σιγά, λεπτομέρειες. Πάντα με κορόιδευες γι’αυτό, ποτέ δεν κατάλαβα γιατί. Ήταν ο πρώτος μεγάλος και κανονικός μου έρωτας και ήταν ιδιαίτερα ξεχωριστός και ίσως περισσότερο εντυπωσιακός από τον έρωτα μου για σένα αν θες να ξέρεις.
Εσύ που λες, όσο είμασταν εκεί, με έκανες παρέα και έκανες τα πάντα για να με ξεφτυλίσεις στα μάτια του Μεγάλου Έρωτα. Και χαζογελούσες και με πείραζες και ήσουν ο μόνος άνθρωπος που κατάφερε να με γαργαλήσει ποτέ. Και όταν μια μέρα ξύπνησα και κατάλαβα πως μάλλον σε είχα ερωτευτεί, όλες οι φίλες που είχαν ακούσει την ιστορία της Αγγλίας(με εμένα να λέω όλη την ιστορία μεν, να επικεντρώνομαι στον καθηγητή δε) αποφάσισαν πως αν το εξετάσουμε πιο προσεκτικά, μάλλον σου άρεσα και γω. Και μπορεί να μη σε είχα δει για πολλούς μήνες, αλλά σου μιλούσα και μου μιλούσες, και ήσουν πάντα απαίσιος και κακός μαζί μου, αλλά εμένα μου άρεσες και μου άρεσες ακριβώς έτσι όπως ήσουν. Δε σκέφτηκα ποτέ να σε αλλάξω, αν και πάω στοίχημα πως γι’αυτό με φοβόσουν. Και όταν στο είπα πως μου άρεσες για να είμαι εντάξει απέναντι σου, μου ‘δωσες μια τόσο απαίσια απάντηση. Πως και καλά είμαι μία από τις πολλές που σε γουστάρουν, και πως το ‘ξερες, λέει, πως μου άρεσες και δε σ’ένοιαζε. Βλακείες. Δεν ήξερες τίποτα, γιατί δεν ίσχυε τίποτα πριν στο πω. Τι ήθελες και μου πες τέτοια κούβεντα; Και όποιος με ήξερε και ήξερε για σένα έπρεπε να με σταματήσει από τότε. Δε βαρέθηκες ποτέ να είσαι τόσο μαλάκας, ε;
Φοβήθηκες μετά απ’ αυτό και ξέκοψες, ένας θεός ξέρει τι φοβήθηκες ακριβώς. Το ότι σε ήθελα και θα συνέχιζα να σε θέλω ό,τι και αν μου ‘λεγες ίσως. Ακριβως επειδή ποτέ δε θα ‘λεγες το σωστό πράγμα... Γύρισες βρε αθεόφοβο και μου πες με μεγαλοπρεπές ύφος πως «Θα μπορούσαμε να χαρακτήριστουμε φίλοι αφού γνωριζόμαστε εδώ και λίγο καιρό, αλλά...» και ποτέ μα ποτέ δεν τέλειωσες την προτασή σου. Αργότερα είπες πως σε πέτυχα στη φάση που συνειδητοποιούσες τι ήθελες και πως δεν ήσουν και πολύ στα καλά σου. Δε διαφωνώ. Προσπάθησες να με τρομάξεις, αλλά δε με τρόμαξες και το ξέρεις. Ποτέ δε θα καταφέρεις να με τρομάξεις αρκετά και να με κάνεις να φύγω επειδή το επέλεξες εσύ να φύγω. Και αν πάει τώρα να γίνει κάτι τέτοιο, θα γίνει γιατί εγώ το διάλεξα.
Έπειτα ξαναβρεθήκαμε κάποια στιγμή, και είπαμε να ξαναπροσπαθήσουμε να είμαστε φίλοι. Ακόμα μου άρεσες, ή για την ακρίβεια ξανάρχισες να μου αρέσεις. Είχε γίνει τόσο πολύ αυτό που ένιωθα για σένα μετά, ύστερα από τόσο κόπο να απομακρυνθώ από σένα. Μου είπες το Μεγάλο Μυστικό και με φόρτωσες με ένα ακόμη βάρος. Γιατί σε μένα; (Και πάλι αργότερα είπες πως το ‘κανες για να φύγω,να σε ξεπεράσω και να φύγω. Αλλά δεν έφυγα.) Σου είπα πράγματα που δε τα ‘χα πει σε κανέναν άλλο, δε θα μπορούσα δηλαδή ποτέ, νομίζεις αγάπησα κανέναν άλλον εγώ τόσο πολύ στη ζωή μου; Ό,τι και να μου ‘λεγες, εγώ σου ‘λεγα πως σ’αγαπούσα. Για τον Τ. που ήταν ωραίος μου ‘λεγες και πως δεν αντέχεις άλλο μακριά του και γω αντίστοιχα απαντούσα πως δεν αντέχω άλλο μακριά σου. Μου ‘λεγες για αποστάσεις και βλακείες, όταν εμείς, στην ίδια πόλη, τρία χρόνια δεν είχαμε καταφέρει να βρεθούμε ούτε μισή φορά. Και μετά ήρθε και ο Β. και ο Μ. και γω δεν ξέρω ποιος άλλος, και για όλους είπες πως σε πλήγωσαν αλλά εσύ εκεί. Και την ίδια στιγμή υπήρχε μια ψυχή που σε ήθελε σαν τρελή και που σ’αγαπούσε πιο πολύ κι απ’τον εαυτό της ακόμα, και συ δεν άκουγες καν.
Ξέρεις πόσο μικρή και μίζερη ήταν η ζωή μου τότε; Όλη κι όλη περιοριζόταν στην ελπίδα πως θα σε ξαναδώ από κοντά και στην αναμονή μέχρι εκείνη τη μοιραία στιγμή που θα σ’έβλεπα και δε θα μπορούσα να σε αγγίξω καν, γιατί δε θα ένιωθες τίποτα. Και γω απλά θα συνέχιζα να πονάω μέσα μου και συ δε θα ερχόσουν ποτέ να μου τραγουδήσεις μεταξύ σοβαρού και αστείου το You always hurt the ones you love. Δεν πειράζει, έλεγα, και μου το τραγουδούσα μόνη μου, ότι και καλά μου το ‘λεγες εσύ και δε το ‘ξερες. Έκανα κάτι τέτοια, τόσο πολύ σε ήθελα. Και δεύτερο πολυτραγουδημένο άσμα μου έγινε αυτό που έλεγε «And I know a man, and I think he’s beautiful, and I love him, although he doesn’t know, oh I wish that he was mine.» και γενικά έζησα το δράμα της ζωής μου με σένα μικρό μου τέρας. Και υποσχέθηκα και σε σένα και σε μένα μαζί πως δε θα σ’αφήσω ποτέ, πως θα είμαι πραγματική σου φίλη, πως θα αντέξω ό,τι και αν κάνεις, ό,τι και αν μου κάνεις. Η αγάπη σε κάνει να αντέχεις σωστά; Και όλοι να έχουν κολλήσει και να μου λένε πως αγαπάω τον λάθος άνθρωπο.
Δεν ζήλεψα ποτέ τα αγόρια σου, κανέναν από αυτούς. Ούτε το ότι σε φιλούσαν, ούτε το ότι σου μιλούσαν και τους άκουγες στα αλήθεια, ούτε το ότι μπορούσαν να σου πουν κάτι και να σε στενοχωρήσουν, να σε κάνουν να νοιαστείς λίγο. Τίποτα. Αν όμως τόλμαγες και έπιανες το χέρι ενός απο αυτούς, εκεί, μπροστά μου, θα λιποθύμαγα στ’ ορκίζομαι. Δε με πείραζε να κάνεις οτιδήποτε δεν περιείχε συναισθηματισμό από μέρους σου, όμως το χέρι σημαίνει πως νοιάζεσαι πραγματικά και είσαι ερωτευμένος και τέτοια, και όσο και αν το ‘θελα αυτό για σένα ως φίλη σου, δε θ’άντεχα να το δω. Σ’αγαπούσα τόσο γαμώτο μου. Τόσο πραγματικά πολύ. Πόσες φορές είναι τώρα που έχω προσπαθήσει να μη σε παίρνω τηλέφωνο για να σε ξεχάσω; Έχω κάνει το The last goodbye δεύτερη φύση μου προσπαθώντας να το πιστέψω, το ξέρεις; Που να το ξέρεις καλό μου, εσύ δεν ξέρεις τίποτα, και ό,τι ξέρεις δε το ‘πες ποτέ σε κανέναν.
Μου κάνεις κακό, συνέχισαν να επιμένουν φίλοι και γνωστοί, χωρίς να έχουν δει τίποτα στην ουσία. Που και να ‘ξεραν. Και ήρθες, που λες, τη μέρα που είχαμε βγει για να περάσουμε καλά, και τα κατέστρεψες όλα. Αύτο σου πήρε όλο κ όλο. Ένα μήνυμα με πέντε λέξεις. Είπαμε φίλη σου, είπαμε αντέχω, αλλά μη δοκιμάζεις να δεις αν πέφτει αυτό το πράγμα που είχαμε και το λέγαμε φιλία και κρατιόταν από μια κλωστή, σε παρακαλώ. Είναι κάποια όρια, που νόμιζα θα πρόσεχες να μην ξεπερνάς, αλλά για δες που έγινε κ αυτό. Ακόμα σε αγαπούσα ρε βλάκα, τι νόμιζες. Δεν περνάνε αυτά απ’ότι φαίνεται, ούτε από τη μία στιγμή στην άλλη, ούτε μετά από χρόνια προφανώς. Τουλάχιστον τώρα που δε μιλάμε και δε θα μιλήσουμε ποτέ,που θα σ’αγαπάω μόνη μου και δε θα στο λέω, τι διάολο, θα μου περάσει. Δε γίνεται να σ’αγαπάω επ’άπειρον, θα είναι ότι πιο άδοξο και τραγικά ειρωνικό έχει γίνει ποτέ. Και κάποια στιγμή σου εύχομαι να αγαπήσεις αληθινά και να με καταλάβεις, γιατί δεν είναι απλό το να αγαπάς, και πονάει, όμως νοιώθεις πολλά και ότι υπήρχε πριν σου φαίνεται μικρό και ασήμαντο.
Σ’αγαπάω.
το σ'αγαπαω στο τελοςτι το ηθελες δηλαδη?
ReplyDeleteela mou nte. ax vre eleni...
Delete